- κακόθυτος
- κακόθυτοςoffering bad sacrificesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακόθυτος — κακόθυτος, ον (Α) αυτός που προσφέρει κακές θυσίες, που θυσιάζει κακώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θυτος (< θύω), πρβλ. ιερό θυτος, φιλό θυτος] … Dictionary of Greek
κακόθυτοι — κακόθυτος offering bad sacrifices masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)